Συνολικές προβολές σελίδας

Translate

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Συμφέρον, ανιδιοτέλεια και πολιτική. Πρώτο μέρος


Στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών, και στα πλαίσια της επεξήγησης της ιδέας ότι ο άνθρωπος είναι "ζώον πολιτικόν", ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι σε αντίθεση με τα ζώα, τα οποία έχουν μόνο "φωνή" και για αυτό μπορούν να εκφράσουν μονάχα το (σωματικά) ευχάριστο ή δυσάρεστο, οι άνθρωποι έχουν "λόγο" και έτσι μπορούν να εκφράσουν "το συμφέρον και το βλαβερό, συνεπώς το δίκαιο και το άδικο" ("ο δε λόγος επί τω δηλούν εστι το συμφέρον και το βλαβερόν, ώστε και το δίκαιον και το άδικον").


Η φράση αυτή περιπλέκει περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει: αν η αντίστιξη του ανθρώπου με το ζώο, μια αντίστιξη που φωνητικά παίρνει τη μορφή της διάκρισης φωνής και λόγου, είναι μια αντίστιξη ανάμεσα σε ένα "ζωϊκό" δίπολο "ευχάριστου" και "δυσάρεστου" και ένα "ανθρώπινο" δίπολο "δίκαιου" και "άδικου", ωστόσο δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι αυτά τα τελευταία δεν ανακύπτουν στο επιχείρημα αυτόνομα αλλά ωςδιαμεσολαβήσεις δύο άλλων κατηγοριών: του "συμφέροντος" και του "βλαβερού." Έτσι, τα δίπολα που παρουσιάζονται από τον Αριστοτέλη κάτω από την αντίστιξη ανθρώπου και ζώου από την σκοπιά της "πολιτικής" ως ανάγκης και ως πεπρωμένου έχουν ως εξής:
Ζώο: φωνή: ευχάριστο/δυσάρεστο
Άνθρωπος: λόγος: συμφέρον/βλαβερό: δίκαιο/άδικο
Εάν τώρα τοποθετήσουμε τα δίπολα αυτά με τη σειρά:


ευχάριστο/δυσάρεστο, συμφέρον/βλαβερό: δίκαιο/άδικο


θα παρατηρήσουμε ότι εφόσον ισχύει η σχέση ομοούσιου (που την σηματοδοτούμε με την άνω και κάτω τελεία) μεταξύ των δύο "ανθρώπινων" διπόλων που ο Αριστοτέλης δηλώνει με το "ώστε" ("το συμφέρον και το βλαβερό,συνεπώς το δίκαιο και το άδικο"), εφόσον δηλαδή το "συμφέρον" δεν μπορεί να διακριθεί επί της ουσίας από το "δίκαιον", ούτε το "βλαβερόν" από το "άδικον", τότε είναι πολύ δύσκολο να εντοπιστεί η αρχή που απαγορεύει το ομοούσιο αυτό να εκταθεί και στην αντίθετη κατεύθυνση, προς το ζώο, ώστε το "ευχάριστον" και το "δυσάρεστον" να καταστούν επίσης ουσιαστικά συνώνυμα με το "συμφέρον" και το "βλαβερόν." Δεν διαφαίνεται δηλαδή κανένας λόγος να μην ξαναγράψουμε την αλυσίδα ως εξής:


Ζώο: ευχάριστο/δυσάρεστο=συμφέρον/βλαβερό
Άνθρωπος: συμφέρον/βλαβερό=δίκαιο/άδικο



Αλλά τότε, και εφόσον το δίπολο "συμφέρον/βλαβερόν" διαμεσολαβεί δύο δίπολα που φαίνονται πράγματι να χωρίζονται ξεκάθαρα μεταξύ τους οντικά, ως δίπολα που ανήκουν σε διαφορετικές τάξεις όντων (ευχάριστο/δυσάρεστο vs δίκαιο/άδικο), το δίπολο αυτό είναι εγγενώς ασταθές σε ό,τι αφορά την θέση του στα υποσύνολα των όντων "μη ανθρώπινα ζώα" και "ανθρώπινα ζώα."


Με άλλα λόγια, το "συμφέρον" δεν μπορεί να λειτουργήσει ως οδός προς το "δίκαιο" ως αποκλειστικά ανθρώπινη αναζήτηση, χωρίς επίσης να λειτουργήσει και ως οδός προς το "ευχάριστο" ως ζωώδη αναζήτηση· ή αλλιώς, το διχοτομικό σχήμα "φωνή/λόγος" υπονομεύεται ως προς τον δυϊσμό του από την τριχοτόμηση των συναφών διπόλων, που καθιστούν το μεσαίο δίπολο διαμεσολαβητικό και άρα μη εντάξιμο εξ ολοκλήρου ούτε στο ένα υποσύνολο ούτε στο άλλο.


Μέρος των συνεπειών αυτές της εγγενούς αστάθειας του διπόλου "συμφέρον/βλαβερόν" είναι ότι οι όροι της αλλάζουν σημασία σε συνάρτηση με το από ποια μεριά του φάσματος τους κοιτάζει κανείς:


Αν κοιτάξει κανείς το "συμφέρον" από τη σκοπιά του ζωώδους "ευχάριστου", τότε το "συμφέρον" είναι απλώς η κωδικοποίηση με όρους ηθικούς της σωματικής ηδονής: συμφέρον είναι ό,τι με κάνει να αισθάνομαι καλά, και αντίστροφα, ό,τι με κάνει να αισθάνομαι καλά είναι συμφέρον.


Αν το κοιτάξει κανείς από τη σκοπιά του ανθρώπινου "δίκαιου", τότε το "συμφέρον" είναι η κωδικοποίηση μιας ποιότητας η οποία είναι αφηρημένη, δεν αφορά τον κόσμο των αισθήσεων* και άρα την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια του σώματος, και για αυτό δεν μπορεί να είναι και αρθρώσιμη από την απλή φωνή, τις άναρθρες κραυγές, αλλά απαιτεί τον λόγο, δηλαδή ένα αφηρημένο νοηματοδοτικό σύστημα το οποίο να είναι σε θέση να δώσει παρουσία σε αφηρημένες, μη αισθητές, μη υλικά εκφάνσιμες έννοιες. Εάν το συμφέρον είναι το δίκαιο ("ώστε...") και το δίκαιο είναι επίσης συμφέρον, τότε το περιεχόμενο του "συμφέροντος" δεν είναι πια καθόλου το ίδιο που ήταν όταν ιδώθηκε από τη σκοπιά του "ευχάριστου" ως σωματικής αίσθησης. Εάν το δίκαιο ευχαριστεί, δεν ευχαριστεί σωματικά, δεν δίνει κάποια αίσθηση ευχαρίστησης στο σώμα· εάν συμφέρει τον άνθρωπο, τότε το συμφέρον αυτό δεν μπορεί πουθενά να στοιχειοθετηθεί με όρους αίσθησης και δεν μπορεί να καταστεί αισθητό, αντιληπτό από τις αισθήσεις.


Μία λοιπόν από τις αναγνώσεις της συγκεκριμένης, ιδιαίτερα προκλητικής για σκέψη φράσης του Αριστοτέλη (σίγουρα, όχι η μόνη), είναι πως μας εισάγει, θέλοντας και μη, στην ανεξάλειπτη διττότητα και αμφισημία της έννοιας του "συμφέροντος", και συνάμα καθιστά αυτή την διττότητα και αμφισημία συγκροτητικό πρόβλημα για τον ορισμό του τι είναι η πολιτική.


Η πολιτική, σύμφωνα με την διττότητα της έννοιας που γίνεται εμφανής στην ανάγνωση που προτείναμε, μπορεί να είναι:


είτε μια έκφανση του ζωώδους χαρακτήρα του ανθρώπου, με τον χαρακτήρα αυτό να ορίζεται ως "αναζήτηση του συμφέροντος με όρους σωματικής, αισθητής ηδονής"·


είτε μια έκφανση του ανθρώπινου χαρακτήρα του ανθρώπου, με τον χαρακτήρα αυτό να ορίζεται ως "αναζήτηση του συμφέροντος με όρους συμμόρφωσης με μια αφηρημένη και ασύλληπτη για το ζώο και τα δικά του μέσα αντίληψης και έκφρασης έννοια του δικαίου."


Ας μην ξεχνάμε, σε ό,τι αφορά την πρόταση ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με μια διττότητα που αφορά αναγκαστικά τόσο την φύση της πολιτικής όσο και την φύση του ανθρώπου πως στον Αριστοτέλη ο άνθρωπος δεν είναι "ζώον πολιτικόν" επειδή είναι το μόνο ζώο για το οποίο η πολιτική είναι συλλήψιμη κατηγορία: Αμέσως πριν από το απόσπασμα που μας απασχόλησε, και στο ίδιο τμήμα του πρώτου Βιβλίου των Πολιτικών (1253α), ο Σταγειρίτης λέει πως ο άνθρωπος είναι "μάλλον", δηλαδή περισσότερο, "πολιτικόν ζώον" "πάσης μελίττης και παντός αγελαίου ζώου": περισσότερο πολιτικό ζώο από τις μέλισσες ή άλλα ζώα που ζουν σε αγέλες.

Με άλλα λόγια, υπάρχουν και άλλα πολιτικά ζώα, και οι μέλισσες, με την οργάνωσή τους σε κοινότητες και την πολύπλοκη εσωτερική διάταξη αυτών των κοινοτήτων σε συνάρτηση με τις παραγωγικές ανάγκες του σμαριού, είναι το κλασικό παράδειγμα της "πολιτικότητας" ως ποιότητας που δεν ξεχωρίζει απόλυτα τον άνθρωπο από τα ζώα. Η "πολιτικότητα" μάλλον είναι ζήτημα συγκριτικό: ο λόγος καθιστά τον άνθρωπο περισσότερο και ανώτερα πολιτικό ζώο από τα άλλα. Και το κάνει αυτό, όπως ήδη δείξαμε, στον βαθμό που επιτρέπει στον άνθρωπο να συνδέσει το "συμφέρον" του με μια αφηρημένη, μη αισθητηριακά βασισμένη έννοια του δικαίου. Αλλά ταυτόχρονα, το ότι ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να γίνει, μέσω του λόγου, ανώτερο πολιτικό ζώον από τα άλλα δεν σημαίνει επίσης ότι ο ίδιος παύει να είναι και αυτός "ζώον", ότι αποκολλάται από το συνεχές των όντων άπαξ και διαπαντός. Αλλιώς, γιατί να είναι εφικτό το ακόλουθο πεπρωμένο για τον άνθρωπο:
διό ανοσιώτατον και αγριώτατον άνευ αρετής, και προς αφροδίσια και εδωδήν χείριστον. η δε δικαιοσύνη πολιτικόν· η γαρ δίκη πολιτικής κοινωνίας τάξις εστίν, η δε δικαιοσύνη του δικαίου κρίσις.
[Γι αυτό ο άνθρωπος χωρίς αρετή είναι το πιο ανόσιο και το πιο άγριο πλάσμα και το χειρότερο στο θέμα των σαρκικών ηδονών και στη λαιμαργία. Η δικαιοσύνη μετέχει του πολιτικού φαινομένου, διότι η απονομή δικαιοσύνης είναι η τάξη της πολιτικής κοινωνίας και εξακρίβωση του τι αποτελεί δίκαιο]. (1253α)
Ο Αριστοτέλης είναι εδώ απόλυτα σαφής και επιβεβαιώνει την πιο πάνω ανάλυση: αυτό το οποίο κρατά τον άνθρωπο από το να είναι όχι απλώς ένα ακόμα ζώο αλλά το χειρότερο από τα ζώα, είναι ακριβώς η αντίληψη του δικαίου ως αντίληψη ριζικά ετερογενής προς την αισθητηριακή απόλαυση του σώματος (το "ευχάριστο", που εδώ είναι "αφροδισία και εδωδήν", σαρκική ηδονή και λαιμαργία). Χωρίς το δίκαιο, το οποίο "μετέχει του πολιτικού φαινομένου", και συγκροτεί στην πραγματικότητα μια σφαίρα της πολιτικής ως ανθρώπινη και μόνο ανθρώπινη σφαίρα, ο άνθρωπος είναι το αγριότερο και αηδιαστικότερο των ζώων. Στην περίπτωση αυτή, στο "χειρότερο δυνατό σενάριο", ο άνθρωπος εξακολουθεί να είναι "ζώον πολιτικόν": μόνο που εδώ, αντί η πολιτική να τον εξυψώνει πάνω από την κατάσταση του ζώου, είναι η κατάσταση του ζώου που ορίζει την πολιτική, που την "φέρνει", ας το πούμε λαϊκά, "στα μέτρα της."


Αποδείξαμε λοιπόν, στην βάση της ανάγνωσης μερικών από τα αρχικά εδάφια των Πολιτικών, τις εξής θέσεις:


1. Η "πολιτική" είναι το πεδίο μιας ανεξάληπτης διττότητας και αμφισημίας.


2. Η διττότητα και η αμφισημία αυτή πηγάζει από την εξίσου ανεξάληπτη διττότητα του "ανθρώπου", που είναι ταυτόχρονα ένα από τα ζώα, από τα έμβια όντα, και μια εξαίρεση από το σύνολο των εμβίων όντων, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, αναλόγως της θέσης του απέναντι στο τι είναι "συμφέρον."


3. Η διττότητα και η αμφισημία αυτή εκδηλώνεται στην διττότητα του "συμφέροντος", που έχει δραστικά διαφορετικό νόημα αν ιδωθεί από τη σκοπιά του ανθρώπου ως ζώου, ως ενός ακόμα από τα έμβια όντα, από ό,τι αν ιδωθεί από τη σκοπιά του ανθρώπου ως εξαίρεσης από το σύνολο των έμβιων όντων, μοναδικού κατόχου του λόγου.




Όταν ο Μακιαβέλι ονόμαζε το πολιτικό του ζώον "Πρίγκηπα" --το όνομα του πολιτικού ζώου και όχι ενός αξιώματος· ο "πρίγκηπας" μπορεί επίσης να είναι ο λαός, η res publica που υμνολογεί για τις αρετές της το βιβλίο του Μακιαβέλι για τον Λίβιο-- και του απέδιδε το υβριδικό μυθολογικό σώμα του κενταύρου, μισού ανθρώπου, μισού ζώου, ο Φλωρεντίνος είχε ήδη διατρέξει σιωπηλά όλον τον πιο πάνω συλλογισμό. Ο κένταυρος είναι η Μακιαβελική εκδοχή της συλλογιστικής για το "πολιτικό ζώο" και άρα, αναπόφευκτα, και για το πρόβλημα του "συμφέροντος" στην πολιτική.

* "Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ..." (Οδ. Ελύτης, "Άξιον Εστί")

Για τον red n ready και την EG.πηγη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου